υποπολλαπλάσιο

υποπολλαπλάσιο
το
το πηλίκο της διαίρεσης αριθμού με έναν από τους διαιρέτες του: Το 4 είναι υποπολλαπλάσιο του 12.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποπολλαπλάσιο — Οι ακέραιοι διαιρέτες ενός φυσικού αριθμού. Κάθε φυσικός αριθμός έχει ως υ. τον εαυτό του και τη μονάδα (καταχρηστικά υ.). Κάθε άλλο τυχόν υ. καλείται κύριο, όπως π.χ. τα κύρια υ. του 6 είναι το 2 και το 3. Αν ένας αριθμός δεν έχει κύρια υ.… …   Dictionary of Greek

  • γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… …   Dictionary of Greek

  • διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • μπαρ — Μονάδα μέτρησης ίσης προς 10 δύνες ανά τετραγωνικό εκατοστό (ισοδύναμη προς ένα εκατομμύριο βαρίδες). Στη μετεωρολογία χρησιμοποιείται σήμερα διεθνώς ένα υποπολλαπλάσιο του μπαρ, το μιλιμπάρ (mb), δηλαδή το ένα χιλιοστό του μ. (χιλιοστόβαρο), που …   Dictionary of Greek

  • σύγχρονος — η, ο / σύγχρονος, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει στην ίδια χρονική στιγμή ή περίοδο με άλλον ή έχει την ίδια ηλικία με άλλον νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή με άλλον, ταυτόχρονος 2. αυτός που ανήκει στην παρούσα εποχή, που… …   Dictionary of Greek

  • αρμονικές ταλαντώσεις — Ημιτονοειδή περιοδικά μεγέθη με περίοδο ίση προς το υποπολλαπλάσιο της περιόδου ενός ομοειδούς μεγέθους το οποίο λαμβάνεται ως θεμελιώδης ταλάντωση. Τα σύνθετα περιοδικά φαινόμενα, όπως ένας μη απλός ήχος ή μια φωτεινή κύμανση μη μονοχρωματική,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”